Η Γενικές Μ.Δ. αναφέρεται σε δυσκολίες περισσότερο γενικευμένες που αλληλοκαλύπτονται μεταξύ των
μαθησιακών τομέων (ανάγνωση, κατανόηση, μαθηματικά, ορθογραφία, γραπτή έκφραση) αλλά και στο προφορικό
επίπεδο, ενώ το παιδί εμφανίζεται ανώριμο στις δεξιότητες που αναμένονται για την ηλικία του. Παιδιά
που
αναμένεται να εμφανίσουν γενικές μαθησιακές δυσκολίες είναι εκείνα που έχουν διαγνωσθεί με
αναπτυξιακές
διαταραχές (αυτισμός, Asperger κ.α) ή κινητικές διαταραχές, με νοητική υστέρηση, με διαταραχή ΔΕΠΥ
(Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα), έχουν συναισθηματικές διαταραχές ή είναι
αλλόγλωσσα.
Οι Ειδικές Μ.Δ. περιλαμβάνουν δυσκολίες όπως η δυσλεξία, η δυσγραφία, η δυσορθογραφία και η
δυσαριθμησία.
Το κυριότερο διαγνωστικό κριτήριο για τις Ε.Μ.Δ. είναι η απόκλιση μεταξύ του νοητικού δυναμικού και
της
σχολικής επίδοσης.
Οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες δεν οφείλονται σε νοητική ανεπάρκεια, διαταραχές συναισθήματος,
σχολικά
κενά ή περιβαλλοντικές στερήσεις. Είναι εγγενείς, δηλαδή χαρακτηρίζουν ένα άτομο από τη γέννησή του
μέχρι
το τέλος της ζωής του και οφείλονται σε νευροεγκεφαλικές βλάβες, ενώ παρούσα είναι και η κληρονομική
προδιάθεση.
Η διάγνωση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών γίνεται από την Τρίτη δημοτικού και μετά, έτσι ώστε να
έχουν
κατακτηθεί οι βασικοί τομείς ανάγνωσης και γραφής. Ενώ από την προσχολική ηλικία μπορεί να υπάρχουν
σημαντικές «ενδείξεις» που μπορεί να θέσουν το παιδί σε επικινδυνότητα για εμφάνιση μεταγενέστερων
Μαθησιακών Δυσκολιών. Στο χώρο της πρώιμης παρέμβασης δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στον αναπτυξιακό
χαρακτήρα των μαθησιακών δυσκολιών. Αυτό σημαίνει πως η βασική διαταραχή υπάρχει από την προσχολική
ηλικία
και στη συνέχεια μετεξελίσσεται σε μαθησιακή διαταραχή ή δυσκολία.